Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

ΙΣΟΡΡΟΠΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΖΥΓΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΑΜΟΥΣ ΘΥΤΑΣ


Παραμονή Χριστουγέννων στο Ζυγό της Κυδαθηναίων, στην Πλάκα. Όπως αποδείχθηκε επρόκειτο για εξαιρετική επιλογή. Το πρόγραμμα ήταν τέτοιο που δικαιολογούσε τα χρήματα που δώσαμε και το στριμωξίδι, που ήταν άλλωστε αναμενόμενο τέτοιες μέρες και ώρες. Μου άρεσε η έντονη παρουσία των χάλκινων πνευστών (πάντα θαυμάζω την TLC - total lung capacity- των μουσικών), τα ποντιακά του Ιεροκλή που μου θύμισαν τα ποντιακά της γιαγιάς μου και εξάσκησαν μετά από πολλά χρόνια τα αυτιά μου, τα τσουχτερά, υπενθυμιστικά σχόλια, τα οποία, φοβάμαι, πολλοί έδειχναν να τα καταλαβαίνουν αλλά ελάχιστοι να τα κατανοούν.
Στα συν, στα πολύ συν, η απαγόρευση του καπνίσματος μέσα στην αίθουσα. Οποία έκπληξη! Να, που μερικοί έχουν τους γεννητικούς αδένες να γράφουν στους γεννητικούς τους αδένες τους Ελληνάρες, που θεωρούν ότι κάθε απαγόρευση είναι για να καταστρατηγείται... 

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

ΟΔΟΣ ΘΗΣΕΩΣ του Αλέξη Σταμάτη από τις εκδόσεις Καστανιώτη, 2003
Προσωπικά Αστεράκια 3 στα 5
Ακόμα ένα βιβλίο που πήρα από τη δανειστική βιβλιοθήκη. Πρόκειται για την ιστορία του Στέφανου, ενός νεαρού προγραμματιστή που ξαφνικά χάνει την κοπέλα του. Η εξαφάνιση αυτή προκαλεί αλυσσιδωτές αντιδράσεις στην τακτοποιημένη ζωή του με πρώτη και σημαντικότερη την αναγνώριση της αγάπης του για την κοπέλα, την Ελένη. Από κει και πέρα εμπλέκεται σε ένα κυκεώνα ενεργειών και γεγονότων που θα αποκαλύψουν διάφορα οικογενειακά μυστικά και θα επεξηγήσουν πολλά σκοτεινά σημεία της ζωής του. Το βιβλίο διαβαζόταν με μέτριο ενδιαφέρον. Σε πολλά σημεία του μου φάνηκε ανεπαρκές και σε άλλα υπερβολικό. Δεν κατάφερε να με εντυπωσιάσει και να με απασχολήσει. Δεν κατάφερα να μπω στην ατμόσφαιρα του και δεν μίλησε μέσα μου.

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Στη Δραπετσώνα, στην οδό Αγίου Παντελεήμονα 18, υπάρχει το ομώνυμο υπόγειο ταβερνάκι. Ο χώρος είναι συμπαθητικός και σχετικά μικρός. Η ψησταριά βρίσκεται στο τέλος της σκάλας που οδηγεί στα τραπέζια. Η μυρωδιά των κρεατικών και η προετοιμασία των ψημένων ψωμιών που λαδώνονται και ριγανώνονται σε προ ιδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει.
Highlights : εξαιρετικά πα ι δάκια και σαγανάκι.
Λοιπά : αληθινές πατάτες τηγανητές, χόρτα βραστά, κρασί χύμα καλό, ντολμαδάκια φτιαχτά. Στο τέλος προσφέρεται δωρεάν σπιτικός χαλβάς με κανέλα.
Ο ιδιοκτήτης προσφέρει ένα αργό, αριστερόχειρο αλλά αποτελεσματικό service. Τιμή περίπου 17 ευρώ το άτομο με τα ποτά.
Στα μείον το γνωστό θέμα του καπνίσματος. Ευτυχώς καθόμασταν κοντά στη σκάλα οπότε εξαεριζόμασταν από την ανοιχτή πόρτα. Το μέρος είναι καλό για να φας ένα βράδυ με φίλους. Θα ξαναπήγαινα.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

PIU VERDE


 PIU VERDE
Βρέθηκα ένα μεσημέρι καθημερινής στο Άλσος Παπάγου για φαγητό. Η πρόσκληση αφορούσε επαγγελματικό γεύμα. Ο χώρος του Verde είναι γνωστός για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείων. Όμορφο μέρος, μέσα στο πράσινο, ιδανικό για όλες τις ώρες και όλες τις ηλικίες. Ιδεώδες για απόδραση από το βουητό της πόλης. Έχω ξαναβρεθεί αρκετές φορές στο χώρο τόσο του εστιατορίου όσο και της καφετέριας. Ο τελευταίος έχει αρκετή φασαρία, που ορισμένοι θα την υποστήριζαν ως ζωντάνια. Η μόνη μου ένσταση είναι ότι το προσωπικό έχει ένα μόνιμο ύφος καβαλημένου καλαμιού. Διεκπεραιωτικοί, βιαστικοί, στα όρια της αδιαφορίας - αγένειας, αγέλαστοι και αγέρωχοι. Δυστυχώς οι περισσότεροι σερβιτόροι πλέον φαίνεται ότι δουλεύουν με προβολέα κατεύθυνσης το φιλοδώρημα του τέλους. Όπως σε πάρα πολλά πεδία, η παντελής έλλειψη παιδείας και επαγγελματισμού είναι εμφανής.
Η κατάσταση στο εστιατόριο είναι καλύτερη. Ο χώρος έχει μια σχετική απομόνωση και τουλάχιστον, δεδομένου του λογαριασμού που θα κληθείς στο τέλος να πληρώσεις, απολαμβάνεις ησυχία και slow food service. Δεν ξέρω το λόγο αλλά δεν μας έδωσαν κατάλογο, παρά μόνο μας ανέφεραν 5 κύρια πιάτα από τα οποία έπρεπε να επιλέξουμε. Το πιάτο που διάλεξα ήταν φρέσκιες παπαρδέλες με άγρια μανιτάρια και σάλτσα τρούφας, ένα πιάτο εξαιρετικά εύγευστο. Θα το βαθμολογούσα με άριστα. Τα ζυμαρικά ήταν πραγματικά φρέσκα και σωστά βρασμένα. Η δε σάλτσα ήταν μια γευστική πανδαισία. Πολύ σπάνια πλέον ικανοποιούμαι όταν βγαίνω έξω για φαγητό. Μετριότητες μου φαίνονται όλα και πάντα ψιθυρίζω ότι το σπιτικό φαγητό μας είναι καλύτερο από πολλά ξαναζεσταμένα και μπαγιάτικα σκουπίδια σε εξωφρενικές τιμές. Εδώ ήταν μια φωτεινή εξαίρεση. Ιδιαίτερη γεύση που δύσκολα θα μπορούσε να αναπαραχθεί σε σπιτική κουζίνα. Πολύ καλή η πράσινη σαλάτα με καπαρόφυλλα Σαντορίνης και παρμεζάνα. Καλή επίσης η σαλάτα ρόκα μέσα σε καλαθάκι παρμεζάνας και βινεγκρέτ λιαστής ντομάτας με βαλσάμικο.
Στα μείον, η συγγραφή και αυτού του μέρους, της απαγόρευσης του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους σε παλιά και αχρησιμοποίητα υποδήματα. Πάει και τελείωσε!
Συμπεράσματα
1. Ο Ελληνάρας γράφει στα τέτοια του τις απαγορεύσεις. Και κάθε είδους απαγορεύσεις.
2. Ο Ελληνάρας δεν διανοείται να βγει και να καπνίσει έξω.
3. Τα διάφορα εστιατόρια κλπ. καταστήματα δεν έχουν καμία όρεξη να δυσαρεστήσουν τους Ελληνάρες - πελάτες.
4. Οι μη καπνιστές είναι μαλ^&*#κες και είναι υποχρεωμένοι να τρώνε με λιβάνια καπνού.
5. Έφαγα ένα πολύ ωραίο φαγητό σε έναν καλαίσθητο και φωτεινό χώρο.  

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

ΜΠΟΥ - ΜΠΟΥΚ

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ της Φιλομήλα Λαπατά, εκδόσεις Καστανιώτη
Προσωπικά Αστεράκια 3 στα 5
Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα το βιβλίο με αρνητική προδιάθεση. Φαντάστηκα ότι πρόκειται για ένα ακόμα από εκείνα τα γλυκερά βιβλία των κυριών του καλού κόσμου. Το πήρα μαζί μου στο ταξίδι της Νυρεμβέργης για να αμβλύνω την αναμενόμενη κακή εντύπωση και να αναγκαστώ να το διαβάσω και να το τελειώσω στο αεροπορικό ταξίδι του γυρισμού. Έκανα λάθος. Και δεν έφταιγαν οι (ψυχοανατατικές) παραστάσεις της Νυρεμβέργης γιατί δεν πρόλαβα καν να το ανοίξω το βιβλίο. Όπως πήγε γύρισε. Ξεκίνησα να το διαβάζω στο σπίτι και μέσα σε δύο μέρες το τελείωσα. Μου άρεσε γιατί έρρεε... Η γραφή ήταν στρωτή και με προσέλκυσε. Η ιστορία ταξίδευε σε Βραίλα, Βιέννη, Πόλη, Αμβέρσα, ξεκινώντας από τον 18ο αιώνα. Σε κάποια σημεία του βέβαια, εκεί πχ. που εκθείαζε την ομορφιά μιας από τις γυναίκες της ιστορίας, φαινόταν λίγο υπερβολικό. Και το τέλος του μου φάνηκε κάπως βεβιασμένο, σαν να επειγόταν η συγγραφέας να κλείσει τις ιστορίες της. Όμως σαν σύνολο, ήταν ένα βιβλίο που διαβαζόταν με ενδιαφέρον.